νεογέννητος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | νεογέννητος | νεογέννητη | νεογέννητο |
γενική | νεογέννητου | νεογέννητης | νεογέννητου |
αιτιατική | νεογέννητο | νεογέννητη | νεογέννητο |
κλητική | νεογέννητε | νεογέννητη | νεογέννητο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | νεογέννητοι | νεογέννητες | νεογέννητα |
γενική | νεογέννητων | νεογέννητων | νεογέννητων |
αιτιατική | νεογέννητους | νεογέννητες | νεογέννητα |
κλητική | νεογέννητοι | νεογέννητες | νεογέννητα |
Ετυμολογία
νεογέννητος < μεσαιωνική ελληνική νεογέννητος < νεο- + γεννώ
Προφορά
ΔΦΑ : /nε.ɔ.ˈʝε.ni.tɔs/
Επίθετο
νεογέννητος, -η, -ο
που γεννήθηκε πρόσφατα
(σπάνιο) νεοσύστατος
(ουσιαστικοποιημένο) νεογέννητο: νεογνό, βρέφος
Άλλες μορφές
νιογέννητος
Συνώνυμα
αρτιγενής
Συγγενικές λέξεις
→ δείτε τις λέξεις νέος και γεννώ
Μεταφράσεις
νεογέννητος
αγγλικά : newborn (en)
γαλλικά : nouveau-né (fr)
γερμανικά : neugeboren (de)
ιταλικά : neonato (it)
περσικά : نوزاد (fa) (nozâd)
ρωσικά : новорождённый (ru) (novoroždjónnyj)
τουρκικά : yenidoğan (tr)
φινλανδικά : vastasyntynyt (fi)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License