νεόφερτος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | νεόφερτος | νεόφερτη | νεόφερτο |
γενική | νεόφερτου | νεόφερτης | νεόφερτου |
αιτιατική | νεόφερτο | νεόφερτη | νεόφερτο |
κλητική | νεόφερτε | νεόφερτη | νεόφερτο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | νεόφερτοι | νεόφερτες | νεόφερτα |
γενική | νεόφερτων | νεόφερτων | νεόφερτων |
αιτιατική | νεόφερτους | νεόφερτες | νεόφερτα |
κλητική | νεόφερτοι | νεόφερτες | νεόφερτα |
Ετυμολογία
νεόφερτος < νέος + -ο- + φέρνω + -τος
Προφορά
ΔΦΑ : /nε.ˈɔ.fεɾ.tɔs/
Επίθετο
νεόφερτος, -η, -ο
που που τον έχουν φέρει πρόσφατα, που έχει έρθει πρόσφατα
≈ συνώνυμα: νεοφερμένος
που έχει εισαχθεί ή καθιερωθεί πρόσφατα
Άλλες μορφές
νιόφερτος
Συνώνυμα
νέηλυς
Συγγενικές λέξεις
→ δείτε τις λέξεις νέος και φέρνω
Δείτε επίσης
άβγαλτος
νέοπας
νεοσύλλεκτος
πρωτάρης
στραβάδι
Μεταφράσεις
νεόφερτος
αρχαία ελληνικά : νέηλυς
αγγλικά : newcomer (en), tenderfoot (en), blue-head (en)
γαλλικά : nouveau (fr) (ουσιαστικό), nouvel arrivant (fr), bleu (fr) (στρατιώτης), bizuth (fr) (μαθήτης)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License