ντερτιλής
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ντερτιλής | οι | ντερτιλήδες |
γενική | του | ντερτιλή | των | ντερτιλήδων |
αιτιατική | τον | ντερτιλή | τους | ντερτιλήδες |
κλητική | ντερτιλή | ντερτιλήδες | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
ντερτιλής < τουρκική dertli < dert < περσική درد (dared: πόνος, θλίψη, ασθένεια)
Προφορά
ΔΦΑ : /dεɾ.ti.ˈlis/
Ουσιαστικό
ντερτιλής αρσενικό
(παρωχημένο) (ιδιωματικό) αυτός που έχει ντέρτι
Συγγενικές λέξεις
→ δείτε τη λέξη ντέρτι
Μεταφράσεις
ντερτιλής
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License