ντερέκι
Ελληνικά (el)
Ετυμολογία
ντερέκι ή ντιρέκι < τουρκική direk (= δοκός, στύλος, ιστός)
Ουσιαστικό
ντερέκι αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο
(μεταφορικά) ο αδύνατος και πολύ ψηλός
Συνώνυμα
* ψηλολέλεκας
* μαντράχαλος
* όρθιο χιλιόμετρο
Αντώνυμα
* κοντοστούπης
* τρισπίθαμος
* κοντοσαρμάς
* τάπας
Μεταφράσεις
ντερέκι
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License