ντερμπεντέρης
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ντερμπεντέρης | οι | ντερμπεντέρηδες |
γενική | του | ντερμπεντέρη | των | ντερμπεντέρηδων |
αιτιατική | τον | ντερμπεντέρη | τους | ντερμπεντέρηδες |
κλητική | ντερμπεντέρη | ντερμπεντέρηδες | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
ντερμπεντέρης < τουρκική derbeder + -ης < περσική دربدر (dar-ba-dar, αλήτης, πόρτα σε πόρτα)
Ουσιαστικό
ντερμπεντέρης αρσενικό (θηλυκό: ντερμπεντέρισσα)
(λαϊκότροπο) με σωστή συμπεριφορά, λεβέντης, ανοιχτόκαρδος
Άλλες μορφές
ντελμπεντέρης
τελμπεντέρης
τερμπεντέρης
Συγγενικές λέξεις
ντερμπεντέρικος
Μεταφράσεις
ντερμπεντέρης
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License