ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


μωρουδίζω
Ελληνικά
Ετυμολογία

μωρουδίζω < μωρούδι + -ίζω < μωρό < μεσαιωνική ελληνική μωρόν < αρχαία ελληνική μωρός

Ρήμα

μωρουδίζω

φέρομαι σαν μωρό

Συγγενικές λέξεις

→ δείτε τη λέξη μωρό

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. μωρουδίζω μωρούδιζα θα μωρουδίζω να μωρουδίζω μωρουδίζοντας
β' ενικ. μωρουδίζεις μωρούδιζες θα μωρουδίζεις να μωρουδίζεις μωρούδιζε
γ' ενικ. μωρουδίζει μωρούδιζε θα μωρουδίζει να μωρουδίζει
α' πληθ. μωρουδίζουμε μωρουδίζαμε θα μωρουδίζουμε να μωρουδίζουμε
β' πληθ. μωρουδίζετε μωρουδίζατε θα μωρουδίζετε να μωρουδίζετε μωρουδίζετε
γ' πληθ. μωρουδίζουν(ε) μωρούδιζαν
μωρουδίζαν(ε)
θα μωρουδίζουν(ε) να μωρουδίζουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. μωρούδισα θα μωρουδίσω να μωρουδίσω μωρουδίσει
β' ενικ. μωρούδισες θα μωρουδίσεις να μωρουδίσεις μωρούδισε
γ' ενικ. μωρούδισε θα μωρουδίσει να μωρουδίσει
α' πληθ. μωρουδίσαμε θα μωρουδίσουμε να μωρουδίσουμε
β' πληθ. μωρουδίσατε θα μωρουδίσετε να μωρουδίσετε μωρουδίστε
γ' πληθ. μωρούδισαν
μωρουδίσαν(ε)
θα μωρουδίσουν(ε) να μωρουδίσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω μωρουδίσει είχα μωρουδίσει θα έχω μωρουδίσει να έχω μωρουδίσει
β' ενικ. έχεις μωρουδίσει είχες μωρουδίσει θα έχεις μωρουδίσει να έχεις μωρουδίσει
γ' ενικ. έχει μωρουδίσει είχε μωρουδίσει θα έχει μωρουδίσει να έχει μωρουδίσει
α' πληθ. έχουμε μωρουδίσει είχαμε μωρουδίσει θα έχουμε μωρουδίσει να έχουμε μωρουδίσει
β' πληθ. έχετε μωρουδίσει είχατε μωρουδίσει θα έχετε μωρουδίσει να έχετε μωρουδίσει
γ' πληθ. έχουν μωρουδίσει είχαν μωρουδίσει θα έχουν μωρουδίσει να έχουν μωρουδίσει



Μεταφράσεις
μωρουδίζω

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License