ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


μωρόπιστος

Ελληνικά (el)

πτώση ενικός
ονομαστική μωρόπιστος μωρόπιστη μωρόπιστο
γενική μωρόπιστου μωρόπιστης μωρόπιστου
αιτιατική μωρόπιστο μωρόπιστη μωρόπιστο
κλητική μωρόπιστε μωρόπιστη μωρόπιστο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική μωρόπιστοι μωρόπιστες μωρόπιστα
γενική μωρόπιστων μωρόπιστων μωρόπιστων
αιτιατική μωρόπιστους μωρόπιστες μωρόπιστα
κλητική μωρόπιστοι μωρόπιστες μωρόπιστα

Ετυμολογία

μωρόπιστος < μωρός + πίστη

Επίθετο

μωρόπιστος, -η, -ο

ο αφελής που εμπιστεύεται ανόητα τους άλλους

Συνώνυμα

εύπιστος

Συγγενικές λέξεις

μωροπιστία

Μεταφράσεις
μωρόπιστος

γαλλικά : crédule (fr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License