μωρό
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μωρό | τα | μωρά |
γενική | του | μωρού | των | μωρών |
αιτιατική | το | μωρό | τα | μωρά |
κλητική | μωρό | μωρά | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
μωρό < μεσαιωνική ελληνική μωρόν < (ουσιαστικοποιημένο) αρχαία ελληνική μωρός[1]
Προφορά
ΔΦΑ : /mɔ.ˈɾɔ/
Ουσιαστικό
μωρό ουδέτερο
πολύ νεαρό παιδί που δεν ξέρει ακόμα να μιλά και να περπατά, το βρέφος
το μωρό κοιμάται στην κούνια
(προσφώνηση) οικεία προσφώνηση πολύ αγαπημένου προσώπου
μωρό μου!
(μεταφορικά) όμορφο και νεαρό άτομο, κατά το τεκνό
γνώρισα ένα μωρό χθες...
Εκφράσεις
κάνει σαν μωρό: συμπεριφέρεται σαν να ήταν μωρό
μωρό μου : λέγεται χαϊδευτικά σε αγαπημένα πρόσωπα
Συγγενικές λέξεις
μωράκι
μωρουδάκι
μωρουδέλι
μωρούδι
μωρουδιακός
μωρουδίζω
μωρούδισμα
μωρουδίσματα
μωρουδίστικος
Συνώνυμα
αβάφτιστο
βρέφος
βυζανιάρικο
βυζαστάρικο
βυζασταρούδι
γεννητάρι
γεννηταρούδι
κλαψιάρικο
λεχούδι
μικρό
μπεμπέκα
μπέμπης
μυξιάρικο
νεογέννητο
νινί
νήπιο
νιάνιαρο
σαλό
τυλιχταρούδι
Δείτε επίσης
μωρός
Μεταφράσεις
μωρό
αγγλικά : baby (en), babe (en)
αφρικάανς : baba (af), babetjie (af)
βουλγαρικά : бебе (bg) ουδέτερο
γερμανικά : Neugeborenes (de) ουδέτερο, Säugling (de) αρσενικό, Baby (de) ουδέτερο, Bébé (de)
δανικά : baby (da), spædbarn (da)
εσπεράντο : bebo (eo)
ινδονησιακά : bayi (id)
ίντο : infanteto (io)
ισλανδικά : brjóstbarn (is), smábarn (is), ungbarn (is)
ισπανικά : bebé (es), nene (es), crío (es)
καταλανικά : bebè (ca), criançó (ca), criatura (ca), nadó (ca)
κινιαρουάντα : hinji (rw) (uruhinji)
μαλαϊκά : baybi (ms)
νορβηγικά : baby (no), spebarn (no)
ολλανδικά : baby (nl), zuigeling (nl)
ουγγρικά : baba (hu), bébi (hu), kisbaba (hu)
παπιαμέντο : bebi, beibi
πορτογαλικά : bebê (pt), criancinha (pt)
ρουμανικά : bebe (ro), bebeluş (ro)
σουηδικά : baby (sv)
φεροϊκά : pinkubarn (fo)
φιλιππινέζικα : sanggól (tl)
φινλανδικά : vauva (fi)
φριζικά : pop (fy), poppe (fy)
φριουλανικά : pop, poppe
Κλιτικός τύπος επιθέτου
μωρό
μωρός, στην αιτιατική του ενικού
ουδέτερο του μωρός, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του ενικού
Αναφορές
μωρό στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License