μοναρχικός
Ελληνικά (el)
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | μοναρχικός | μοναρχική | μοναρχικό |
γενική | μοναρχικού | μοναρχικής | μοναρχικού |
αιτιατική | μοναρχικό | μοναρχική | μοναρχικό |
κλητική | μοναρχικέ | μοναρχική | μοναρχικό |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | μοναρχικοί | μοναρχικές | μοναρχικά |
γενική | μοναρχικών | μοναρχικών | μοναρχικών |
αιτιατική | μοναρχικούς | μοναρχικές | μοναρχικά |
κλητική | μοναρχικοί | μοναρχικές | μοναρχικά |
Ετυμολογία
μοναρχικός < μοναρχία
Επίθετο
μοναρχικός
που αναφέρεται στη μοναρχία
που υποστηρίζει τη μοναρχία
Μεταφράσεις
μοναρχικός
αγγλικά : monarchical (en) (1),monarchistic (en) (2)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License