ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


μοναδικός


Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική μοναδικός μοναδική μοναδικό
γενική μοναδικού μοναδικής μοναδικού
αιτιατική μοναδικό μοναδική μοναδικό
κλητική μοναδικέ μοναδική μοναδικό
πτώση πληθυντικός
ονομαστική μοναδικοί μοναδικές μοναδικά
γενική μοναδικών μοναδικών μοναδικών
αιτιατική μοναδικούς μοναδικές μοναδικά
κλητική μοναδικοί μοναδικές μοναδικά


Ετυμολογία

μοναδικός < αρχαία ελληνική μοναδικός < μονάς

Επίθετο

μοναδικός, -ή, -ό

που υπάρχει ή συμβαίνει μόνο μία φορά

τη μοναδική φορά που πήγε για σκι, έσπασε το πόδι του
κάθε ανθρώπινο ον είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο

(σε σχήμα υπερβολής) εξαιρετικός, πάρα πολύ καλός

η ικανότητά του στις ξένες γλώσσες είναι μοναδική

Εκφράσεις

ένας και μοναδικός

Συγγενικές λέξεις

μονάδα
μοναδικότητα
μοναδιαίος

Μεταφράσεις
μοναδικός

αγγλικά : unique (en), unic (en), unical (en), δημώδες: doozy (en)
γαλλικά : unique (fr)
εσθονικά : ainulaadne (et)
ισπανικά : único (es)
πορτογαλικά : único (pt)
ρουμανικά : unic (ro)
φινλανδικά : ainutlaatuinen (fi)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License