μόμολο
Ελληνικά
πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μόμολο | τα | μόμολα |
γενική | του | μόμολου | των | μόμολων |
αιτιατική | το | μόμολο | τα | μόμολα |
κλητική | μόμολο | μόμολα | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
μόμολο < ιταλική mοmmοlο (τηγανητό γλυκό με ρύζι)
Ουσιαστικό
μόμολο ουδέτερο (σκωπτικά)
ο ανόητος
(σπανιότερα) ο γέρος, ο αδύναμος
(λευκαδίτικα) το μικρό παιδί, το νήπιο
(λευκαδίτικα), (μεταφορικά) ο άχρηστος, ο τιποτένιος, ο μικροκαμωμένος
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License