μομφή
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μομφή | οι | μομφές |
γενική | της | μομφής | των | μομφών |
αιτιατική | τη | μομφή | τις | μομφές |
κλητική | μομφή | μομφές | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
μομφή < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό
μομφή θηλυκό
επίπληξη, κατάκριση, κατηγορία
Συγγενικές λέξεις
μέμφομαι
Συνώνυμα
ψόγος
επιτίμηση
Αντώνυμα
έπαινος
Μεταφράσεις
μομφή
αγγλικά : reproach (en), blame (en)
γαλλικά : blâme (fr), reproche (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License