μώλωπας
Ελληνικά
Ετυμολογία
μώλωπας < αρχαία ελληνική μώλωψ
Προφορά
ΔΦΑ : /ˈmɔ.lɔ.pas/
Ουσιαστικό
μώλωπας αρσενικό
είδος τραύματος σε βιολογικούς ιστούς που χαρακτηρίζεται από τη υποδόρια διαρροή αίματος από τριχοειδή αγγεία που έχουν καταστραφεί, με αποτέλεσμα το εμφανές χρώμα της επιδερμίδας να σκουρύνει προς το μοβ, το μελιτζανί κλπ.
Συνώνυμα
μελανιά
Μεταφράσεις
μώλωπας
αγγλικά : bruise (en), contusion (en)
γαλλικά : bleu (fr), contusion (fr), ecchymose (fr), meurtrissure (fr)
εσπεράντο : kontuzo (eo)
ιαπωνικά : 痣 (ja) (aza)
κινεζικά : 瘀青 (zh) (yūqīng)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License