μοιρολατρία
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μοιρολατρία | οι | μοιρολατρίες |
γενική | της | μοιρολατρίας | των | μοιρολατριών |
αιτιατική | τη | μοιρολατρία | τις | μοιρολατρίες |
κλητική | μοιρολατρία | μοιρολατρίες | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
μοιρολατρία < μοιρολάτρης + -ία
Ουσιαστικό
μοιρολατρία θηλυκό
πεποίθηση ότι τα πάντα είναι προκαθορισμένα από τη μοίρα
Συνώνυμα
φαταλισμός
Μεταφράσεις
μοιρολατρία
αγγλικά : fatalism (en)
γαλλικά : fatalisme (fr)
ισπανικά : fatalismo (es)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License