μοιχεία
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μοιχεία | οι | μοιχείες |
γενική | της | μοιχείας | των | μοιχειών |
αιτιατική | τη | μοιχεία | τις | μοιχείες |
κλητική | μοιχεία | μοιχείες | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
μοιχεία < αρχαία ελληνική μοιχεία
Ουσιαστικό
μοιχεία θηλυκό
η σεξουαλική συνεύρεση έγγαμου ατόμου με άλλο πλην του/της συζύγου άτομο, η εξωσυζυγική σχέση
Συγγενικές λέξεις
μοιχός
μοιχαλίδα
μοιχεύω
Μεταφράσεις
μοιχεία
αγγλικά : adultery (en)
γαλλικά : adultère (fr)
ισπανικά : adulterio (es)
καταλανικά : adulteri (ca)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License