μεστός
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | μεστός | μεστή | μεστό |
γενική | μεστού | μεστής | μεστού |
αιτιατική | μεστό | μεστή | μεστό |
κλητική | μεστέ | μεστή | μεστό |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | μεστοί | μεστές | μεστά |
γενική | μεστών | μεστών | μεστών |
αιτιατική | μεστούς | μεστές | μεστά |
κλητική | μεστοί | μεστές | μεστά |
Ετυμολογία
μεστός < αρχαία ελληνική μεστός
Επίθετο
μεστός, -ή, -ό
- που έχει μεστώσει
- ≈ συνώνυμα: γινωμένος, μεστωμένος
- ≠ αντώνυμα: αγίνωτος, άγουρος
- (μεταφορικά) γεμάτος, πλήρης
- (μεταφορικά) πνευματικά ώριμος
- (μεταφορικά) σφιχτοδεμένος
Συγγενικές λέξεις
άμεστος
αμέστωτος
μεστότητα
μεστωμένος
μεστώνω
Μεταφράσεις
μεστός
γαλλικά : fécond (fr), mûr (fr), ferme (fr), réfléchi (fr)
γερμανικά : reif (de), voll (de)
πολωνικά : pełny
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License