μεσημέρι
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μεσημέρι | τα | μεσημέρια |
γενική | του | μεσημεριού | των | μεσημεριών |
αιτιατική | το | μεσημέρι | τα | μεσημέρια |
κλητική | μεσημέρι | μεσημέρια | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
μεσημέρι < μεσαιωνική ελληνική μεσημέρι(ν) < ελληνιστική κοινή μεσημέριον, ουδέτερο του μεσημέριος < αρχαία ελληνική μέσος + ἡμέρα
Προφορά
ΔΦΑ : /mɛ.si.'mɛ.ɾi/
Ουσιαστικό
μεσημέρι ουδέτερο
το μέσο της ημέρας, το χρονικό διάστημα ανάμεσα στο πρωί και το απόγευμα. Συνήθως αναφέρεται στο διάστημα 12-3 μ.μ.
Αντώνυμα
μεσάνυχτα
Συγγενικές λέξεις
απομεσήμερα
απομεσημεριάζει
απομεσημεριανός
απομεσημεριάτικος
απομεσήμερος
απομεσήμερο
καταμεσήμερα
καταμεσήμερο
μεσημεριάζει
μεσημεριάζω
μεσημεριανός
μεσημεριάτικα
μεσημεριάτικος
ξεμεσημεριάζω
ξεμεσημέριασμα
→ δείτε τις λέξεις μέσος και ημέρα
Μεταφράσεις
μεσημέρι
αγγλικά : noon (en), midday (en)
βασκικά : eguerdi (eu)
γαλλικά : midi (fr)
γερμανικά : Mittag (de)
εσπεράντο : tagmezo (eo)
ισπανικά : mediodía (es)
ιταλικά : mezzogiorno (it)
καταλανικά : migdia (ca)
οξιτανικά : miègjorn (cy)
ουκρανικά : південь (uk)
πολωνικά : południe (pl), popołudnie (pl)
πορτογαλικά : meio-dia (pt)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License