μειωτέος
Ελληνικά
Ετυμολογία
μειωτέος <μειώνω + -τέος
Επίθετο
μειωτέος αρσενικό, μειωτέα θηλυκό, μειωτέο ουδέτερο
που πρέπει ή πρόκειται να μειωθεί
μειωτέο ποσό, μειωτέα ποσότητα
Ουσιαστικό
μειωτέος αρσενικό
(μαθηματικά) ο αριθμός από τον οποίο πρέπει να αφαιρεθεί κάποιος άλλος, ο οποίος ονομάζεται αφαιρετέος
Στην αφαίρεση 10-5=5 το 10 είναι ο μειωτέος.
Συγγενικές λέξεις
μειώνω
μειώνομαι
μείωση
μείον
Δείτε επίσης
αφαίρεση
αφαιρετέος
υπόλοιπο
Μεταφράσεις
μειωτέος
αγγλικά : minuend (en)
ολλανδικά : aftrekgetal (nl)
πορτογαλικά : diminuendo (pt)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License