μαυσωλείο
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαυσωλείο | τα | μαυσωλεία |
γενική | του | μαυσωλείου | των | μαυσωλείων |
αιτιατική | το | μαυσωλείο | τα | μαυσωλεία |
κλητική | μαυσωλείο | μαυσωλεία | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
μαυσωλείο < ελληνιστική κοινή < το όνομα του Μαύσωλου (Μαύσσωλλου)
Προφορά
ΔΦΑ : /maf.sɔˈli.ɔ/
συλλαβισμός : μαυ‐σω‐λεί‐ο
Ουσιαστικό
μαυσωλείο ουδέτερο
ταφικό μνημείο, μεγαλοπρεπές
το μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, 'το μαυσωλείο του Αραφάτ, του Λένιν
(σκωπτικό) αχρείαστα μεγαλεπήβολο κτίριο
Μεταφράσεις
μαυσωλείο
αγγλικά : mausoleum (en)
γαλλικά : mausolée (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License