ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


μάταιος

Ελληνικά


πτώση ενικός
ονομαστική μάταιος μάταιη μάταιο
γενική μάταιου μάταιης μάταιου
αιτιατική μάταιο μάταιη μάταιο
κλητική μάταιε μάταιη μάταιο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική μάταιοι μάταιες μάταια
γενική μάταιων μάταιων μάταιων
αιτιατική μάταιους μάταιες μάταια
κλητική μάταιοι μάταιες μάταια

.
Ετυμολογία

μάταιος < αρχαία ελληνική μάταιος

Επίθετο

μάταιος,η,ο

ανώφελος, που γίνεται του κάκου, άδικος με την έννοια ότι δεν θα φέρει ή δεν έφερε αποτέλεσμα, άσκοπος, με την έννοια ότι έχει σκοπό αλλά δεν θα τον επιτύχει

μάταιη προσπάθεια, μάταιος αγώνας,

κούφιος, κενόδοξος

μάταιος άνθρωπος, μάταιος κόσμος

Εκφράσεις

επί ματαίω : σήμερα η φράση χρησιμοποιείται με την έννοια άδικα, χωρίς σοβαρό λόγο, μάταια

Συγγενικές λέξεις

μάτην
εις μάτην
ματαιότητα
ματαιώνω
ματαίωση
μάταια (επίρρημα)

Σύνθετα

ματαιολογώ
ματαιοπονώ
ματαιοφρονώ
ματαιοδοξώ
ματαιολογώ

Μεταφράσεις
μάταιος

αγγλικά : vain (en)
γαλλικά : vain (fr)
γερμανικά : vergeblich (de)


Αρχαία ελληνικά
Ετυμολογία

μάταιος < από το ουσιαστικό μάτη ή από το επίρρημα μάτην

Επίθετο

μάταιος,αία, ον και μάταιος,ος,ον

μάταιος, ανώφελος

τά μάταια ἀναλώματα : πεταμένα λεφτά, άδικα έξοδα
μάταια ἔπεα : χαμένα λόγια, λόγια που δεν πιάνουν τόπο

κενός, ανάξιος, ασεβής, απερίσκεπτος, άφρων, άχρηστος

ἄγοιτ᾽ ἂν μάταιον ἄνδρ᾽ ἐκποδών : Πάρτε με, διώξτε με τον άχρηστο από δω (Σοφ. Αντιγ. 1339)
τῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτων : ανδρών που έχει ο πάθει ο νους και παραδέρνουν (Αισχύλος, Επτά επί Θήβας, 438- απόδοση Γιάν. Γρυπάρης)

Συγγενικές λέξεις

μάτη και ματία
ματάζω, ματάω
μάτην και μάταν
ματαιότης

Σύνθετα

ματαιολόγος, ματαιολογέω-ματαιολογῶ, ματαιολογία
ματαιόπονος, ματαιοπονέω-ματαιοπονῶ, ματαιοπονία
ματαιόφρων

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License