ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



ματαιοδοξία

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ματαιοδοξία οι ματαιοδοξίες
      γενική της ματαιοδοξίας των ματαιοδοξιών
    αιτιατική τη ματαιοδοξία τις ματαιοδοξίες
     κλητική ματαιοδοξία ματαιοδοξίες
Παράρτημα

Ετυμολογία

ματαιοδοξία < ματαιόδοξος < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική vaine gloire

Ουσιαστικό

ματαιοδοξία θηλυκό

η ιδιότητα του ματαιόδοξου· το να νοιάζεται κανείς και να επιδιώκει πράγματα μάταια, ασήμαντα, και να τα επιδεικνύει


Συνώνυμα

κενοδοξία

Συγγενικές λέξεις

ματαιόδοξος

Μεταφράσεις
ματαιοδοξία

αγγλικά : vanity (en)
γαλλικά : vanité (fr)
ισπανικά : vanidad (es)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License