ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


μαστροπεία


Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαστροπεία οι μαστροπείες
      γενική της μαστροπείας των μαστροπειών
    αιτιατική τη μαστροπεία τις μαστροπείες
     κλητική μαστροπεία μαστροπείες
Παράρτημα

Ετυμολογία

μαστροπεία < αρχαία ελληνική μαστροπεία < μαστροπός

Ουσιαστικό

μαστροπεία θηλυκό

η εξώθηση ενός ατόμου στην πορνεία και η εκμετάλλευσή του

Συγγενικές λέξεις

μαστροπός

Μεταφράσεις
μαστροπεία

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License