μάλαμα
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μάλαμα | τα | μαλάματα |
γενική | του | μαλάματος | των | μαλαμάτων |
αιτιατική | το | μάλαμα | τα | μαλάματα |
κλητική | μάλαμα | μαλάματα | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
μάλαμα < μεσαιωνική ελληνική μάλαμα < ελληνιστική κοινή μάλαγμα με απλοποίηση των <γμ> > <μμ> > <μ> και της προφοράς τους[1]
Ουσιαστικό
μάλαμα ουδέτερο (πληθυντικός μαλάματα κυρίως ποιητικός ή με κεφαλαίο τοπωνύμιο)
κάθε πολύτιμο μέταλλο [2]
το χρυσάφι, ο χρυσός, ο λευκόχρυσος
(μεταφορικά) στον ενικό: καλή καρδιά
έχει ψυχή μάλαμα! είναι τόσο γλυκός άνθρωπος!
Συγγενικές λέξεις
τα μαλαματικά (παρωχημένο) τα χρυσαφικά, τα κοσμήματα
μαλαματένιος
Μεταφράσεις
μάλαμα
αγγλικά : gold (en)
γαλλικά : or (fr)
Αναφορές
μάλαμα στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License