μάχη
Ελληνικά
Ετυμολογία
μάχη < αρχαία ελληνική μάχη
Ουσιαστικό
μάχη θηλυκό (πληθυντικός μάχες)
σύγκρουση μεταξύ δύο στρατευμάτων σε συγκεκριμένο χώρο και χρονική στιγμή
Η μάχη του Μαραθώνα έγινε το 490 π.Χ.
σύνολο πολεμικών γεγονότων που διαδραματίστηκαν σε συγκεκριμένο χώρο μέσα στο ιστορικό πλαίσιο ενός ευρύτερου πολέμου.
Η μάχη της Κρήτης κατά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο
(κατ' επέκταση) βίαιη σύγκρουση, ένοπλη ή μη, μεταξύ δύο αντιπάλων παρατάξεων, ομάδων κ.λπ.
Πάλι μετατράπηκε το κέντρο της Αθήνας σε πεδίο μάχης.
(μεταφορικά) ο αγώνας για την επίτευξη ενός στόχου
η μάχη για τη ζωή, για το μεροκάματο, για μία θέση στα πανεπιστήμια
Συγγενικές λέξεις
αμάχη
μάχομαι
μαχητής
Σύνθετα
→ δείτε τη λέξη -μαχία
Μεταφράσεις
μάχη
αγγλικά : battle (en), combat (en)
γαλλικά : bataille (fr), combat (fr)
γερμανικά : Schlacht (de)
εσπεράντο : batalo (eo)
ισπανικά : batalla (es)
ιταλικά : battaglia (it)
πολωνικά : bitwa (pl)
πορτογαλικά : batalha (pt)
ρουμανικά : luptă (ro)
ρωσικά : битва (ru), борьба (ru), бой (ru)
σερβικά : битка (sr), борба (sr), бој (sr)
σουηδικά : slag (sv)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License