ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



λυτρωτής

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λυτρωτής οι λυτρωτές
      γενική του λυτρωτή των λυτρωτών
    αιτιατική τον λυτρωτή τους λυτρωτές
     κλητική λυτρωτή λυτρωτές
Παράρτημα

Ετυμολογία

λυτρωτής < ελληνιστική κοινή λυτρωτής

Προφορά

ΔΦΑ : /litɾɔˈtis/
συλλαβισμός : λυ‐τρω‐τής

Ουσιαστικό

λυτρωτής αρσενικό

αυτός που λυτρώνει κάποιον, που τον σώζει, τον ελευθερώνει
(ειδικότερα) (θρησκεία) (συνήθως με κεφαλαίο αρχικό γράμμα: Λυτρωτής) ο Ιησούς Χριστός

Συνώνυμα

σωτήρας

Συγγενικές λέξεις

→ δείτε τις λέξεις λυτρώνω και λύτρα

Μεταφράσεις
λυτρωτής

αγγλικά : redeemer (en), saviour (en), saver (en)
γαλλικά : rédempteur (fr)
γερμανικά : Erlöser (de)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License