λυπηρός
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | λυπηρός | λυπηρή | λυπηρό |
γενική | λυπηρού | λυπηρής | λυπηρού |
αιτιατική | λυπηρό | λυπηρή | λυπηρό |
κλητική | λυπηρέ | λυπηρή | λυπηρό |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | λυπηροί | λυπηρές | λυπηρά |
γενική | λυπηρών | λυπηρών | λυπηρών |
αιτιατική | λυπηρούς | λυπηρές | λυπηρά |
κλητική | λυπηροί | λυπηρές | λυπηρά |
Ετυμολογία
λυπηρός < αρχαία ελληνική λυπηρός < λύπη
Προφορά
ΔΦΑ : /lipiˈɾɔs/
συλλαβισμός : λυ‐πη‐ρός
Επίθετο
λυπηρός, -ή / -ά, -ό
που προκαλεί λύπη
Συνώνυμα
θλιβερός
Συγγενικές λέξεις
λυπηρά
→ δείτε τη λέξη λύπη
Δείτε επίσης
οδυνηρός
δυσάρεστος
Μεταφράσεις
λυπηρός
αγγλικά : regrettable (en), sombre (en)
γαλλικά : malplaisant (fr), triste (fr)
εσθονικά : kurb (et)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License