λύνω
Ελληνικά
Ετυμολογία
λύνω < μεσαιωνική ελληνική λύνω < αρχαία ελληνική λύω
Προφορά
ΔΦΑ : /ˈli.nɔ/
ήχος (βοήθεια·αρχείο)
ομόηχο: Λίνο
τονικό παρώνυμο: λινό
Ρήμα
λύνω, πρτ.: έλυνα, στ.μέλλ.: θα λύσω, αόρ.: έλυσα, παθ.φωνή: λύνομαι, π.αόρ.: λύθηκα, μτχ.π.π.: λυμένος
χαλαρώνω το δέσιμο, ξεσφίγγω
λύνω τη γραβάτα
ξεδένω
λύνω τα κορδόνια μου
αποδεσμεύω, ελευθερώνω από δέσιμο
λύνω το χειρόφρενο
λύνω το σκύλο
αποσυναρμολογώ
μου πήρε μια ώρα να λύσω τη μηχανή
τερματίζω, δίνω τέλος σε κάτι
λύνω τα μάγια
λύνω τη σιωπή
επιλύω, βρίσκω την απάντηση σε μαθηματικό πρόβλημα, σε μυστήριο ή παιχνίδι
λύνω την εξίσωση
λύνω σταυρόλεξο
η αστυνομία καλείται να λύσει το μυστήριο της εξαφάνισης...
διακόπτω, διαλύω
τους ζυγούς λύσατε!
λύνω τη συμφωνία
λύνω τον αρραβώνα
Για τους παθητικούς τύπους: → δείτε τη λέξη λύνομαι
Εκφράσεις
λύνω και δένω
λύνω τα χέρια (κάποιου) : διευκολύνω, του δίνω ελευθερία κινήσεων
λύνω το ζωνάρι μου για καυγά : αναζητώ αφορμή για καυγά, ψάχνω καυγά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λύνω | έλυνα | θα λύνω | να λύνω | λύνοντας | |
β' ενικ. | λύνεις | έλυνες | θα λύνεις | να λύνεις | λύνε | |
γ' ενικ. | λύνει | έλυνε | θα λύνει | να λύνει | ||
α' πληθ. | λύνουμε | λύναμε | θα λύνουμε | να λύνουμε | ||
β' πληθ. | λύνετε | λύνατε | θα λύνετε | να λύνετε | λύνετε | |
γ' πληθ. | λύνουν(ε) | έλυναν λύναν(ε) |
θα λύνουν(ε) | να λύνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έλυσα | θα λύσω | να λύσω | λύσει | ||
β' ενικ. | έλυσες | θα λύσεις | να λύσεις | λύσε | ||
γ' ενικ. | έλυσε | θα λύσει | να λύσει | |||
α' πληθ. | λύσαμε | θα λύσουμε | να λύσουμε | |||
β' πληθ. | λύσατε | θα λύσετε | να λύσετε | λύστε | ||
γ' πληθ. | έλυσαν λύσαν(ε) |
θα λύσουν(ε) | να λύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λύσει | είχα λύσει | θα έχω λύσει | να έχω λύσει | ||
β' ενικ. | έχεις λύσει | είχες λύσει | θα έχεις λύσει | να έχεις λύσει | έχε λυμένο | |
γ' ενικ. | έχει λύσει | είχε λύσει | θα έχει λύσει | να έχει λύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λύσει | είχαμε λύσει | θα έχουμε λύσει | να έχουμε λύσει | ||
β' πληθ. | έχετε λύσει | είχατε λύσει | θα έχετε λύσει | να έχετε λύσει | έχετε λυμένο | |
γ' πληθ. | έχουν λύσει | είχαν λύσει | θα έχουν λύσει | να έχουν λύσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) λυμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) λυμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) λυμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) λυμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λύνομαι | λυνόμουν(α) | θα λύνομαι | να λύνομαι | ||
β' ενικ. | λύνεσαι | λυνόσουν(α) | θα λύνεσαι | να λύνεσαι | (λύνου) | |
γ' ενικ. | λύνεται | λυνόταν(ε) | θα λύνεται | να λύνεται | ||
α' πληθ. | λυνόμαστε | λυνόμαστε λυνόμασταν |
θα λυνόμαστε | να λυνόμαστε | ||
β' πληθ. | λύνεστε | λυνόσαστε λυνόσασταν |
θα λύνεστε | να λύνεστε | (λύνεστε) | |
γ' πληθ. | λύνονται | λύνονταν λυνόντουσαν |
θα λύνονται | να λύνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λύθηκα | θα λυθώ | να λυθώ | λυθεί | ||
β' ενικ. | λύθηκες | θα λυθείς | να λυθείς | λύσου | ||
γ' ενικ. | λύθηκε | θα λυθεί | να λυθεί | |||
α' πληθ. | λυθήκαμε | θα λυθούμε | να λυθούμε | |||
β' πληθ. | λυθήκατε | θα λυθείτε | να λυθείτε | λυθείτε | ||
γ' πληθ. | λύθηκαν λυθήκαν(ε) |
θα λυθούν(ε) | να λυθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω λυθεί | είχα λυθεί | θα έχω λυθεί | να έχω λυθεί | λυμένος | |
β' ενικ. | έχεις λυθεί | είχες λυθεί | θα έχεις λυθεί | να έχεις λυθεί | ||
γ' ενικ. | έχει λυθεί | είχε λυθεί | θα έχει λυθεί | να έχει λυθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε λυθεί | είχαμε λυθεί | θα έχουμε λυθεί | να έχουμε λυθεί | ||
β' πληθ. | έχετε λυθεί | είχατε λυθεί | θα έχετε λυθεί | να έχετε λυθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν λυθεί | είχαν λυθεί | θα έχουν λυθεί | να έχουν λυθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι λυμένος - είμαστε, είστε, είναι λυμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν λυμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν λυμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι λυμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι λυμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι λυμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι λυμένοι |
Μεταφράσεις
χαλαρώνω
αγγλικά : loosen (en)
γαλλικά : desserrer (fr)
εσθονικά : lõdvendama (et)
ξεδένω
αγγλικά : untie (en)
γαλλικά : détacher (fr)
αποδεσμεύω
αγγλικά : release (en)
γαλλικά : libérer (fr)
εσθονικά : vabastama (et), lahti laskma (et)
αποσυναρμολογώ
αγγλικά : dismantle (en)
γαλλικά : démonter (fr)
τερματίζω
αγγλικά : break (en)
γαλλικά : rompre (fr)
επιλύω
αγγλικά : solve (en)
γαλλικά : résoudre (fr)
εσθονικά : lahendama (et)
διακόπτω
αγγλικά : break (en)
γαλλικά : casser (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License