λυκοφιλία
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λυκοφιλία | οι | λυκοφιλίες |
γενική | της | λυκοφιλίας | των | λυκοφιλιών |
αιτιατική | τη | λυκοφιλία | τις | λυκοφιλίες |
κλητική | λυκοφιλία | λυκοφιλίες | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
λυκοφιλία < αρχαία ελληνική λυκοφιλία < λύκος + -φιλία
Ουσιαστικό
λυκοφιλία θηλυκό
φιλία στην οποία και τα δύο μέρη κοιτάζουν πρώτα το ατομικό τους συμφέρον, επομένως είναι εύκολο να διαλυθεί
Συνώνυμα
ψευτοφιλία
Μεταφράσεις
λυκοφιλία
πορτογαλικά : falsa amizade (pt), amizade de interesses (pt)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License