λυγμός
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λυγμός | οι | λυγμοί |
γενική | του | λυγμού | των | λυγμών |
αιτιατική | τον | λυγμό | τους | λυγμούς |
κλητική | λυγμέ | λυγμοί | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
λυγμός < αρχαία ελληνική λυγμός
Ουσιαστικό
λυγμός αρσενικό
απότομη σύσπαση που κάνει το στήθος και ο λάρυγγας κατά τη διάρκεια ισχυρού και παρατεταμένου κλάματος
δεν το λυπάσαι που κλαίει τόση ώρα με λυγμούς;
Συνώνυμα
αναφιλητό
Σύνθετα
ολολυγμός
Μεταφράσεις
λυγμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
λυγμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
λυγμός αρσενικό
λόξιγκας
Συνώνυμα
λύγξ
Σύνθετα
ὀλολυγμός
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License