λωρίδα
Ελληνικά
Ετυμολογία
λωρίδα < (καθαρεύουσα) λωρίς < ελληνιστική κοινή λῶρος
Ουσιαστικό
λωρίδα θηλυκό
στενόμακρο παραλληλόγραμμο κομμάτι υφάσματος
στενόμακρο παραλληλόγραμμο τμήμα ενός μεγαλύτερου αντικειμένου
δρόμος με τρεις λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση
στενόμακρη περιοχή
Η Λωρίδα της Γάζας
Μεταφράσεις
λωρίδα
αγγλικά : strip (en), lane (en)
γαλλικά : bande (fr)
γερμανικά : Streifen (de)
εβραϊκά : רצועה (he)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License