ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


λωλαίνω

Ελληνικά

Ετυμολογία

λωλαίνω < λωλός + -αίνω

Ρήμα

λωλαίνω, πρτ.: λώλαινα, στ.μέλλ.: θα λωλάνω, αόρ.: λώλανα, παθ.φωνή: λωλαίνομαι, μτχ.π.π.: λωλαμένος

κάνω κάποιον λωλό, τον τρελαίνω


Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. λωλαίνω λώλαινα θα λωλαίνω να λωλαίνω λωλαίνοντας
β' ενικ. λωλαίνεις λώλαινες θα λωλαίνεις να λωλαίνεις λώλαινε
γ' ενικ. λωλαίνει λώλαινε θα λωλαίνει να λωλαίνει
α' πληθ. λωλαίνουμε λωλαίναμε θα λωλαίνουμε να λωλαίνουμε
β' πληθ. λωλαίνετε λωλαίνατε θα λωλαίνετε να λωλαίνετε λωλαίνετε
γ' πληθ. λωλαίνουν(ε) λώλαιναν
λωλαίναν(ε)
θα λωλαίνουν(ε) να λωλαίνουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. λώλανα θα λωλάνω να λωλάνω λωλάνει
β' ενικ. λώλανες θα λωλάνεις να λωλάνεις λώλανε
γ' ενικ. λώλανε θα λωλάνει να λωλάνει
α' πληθ. λωλάναμε θα λωλάνουμε να λωλάνουμε
β' πληθ. λωλάνατε θα λωλάνετε να λωλάνετε λωλάνετε
γ' πληθ. λώλαναν
λωλάναν(ε)
θα λωλάνουν(ε) να λωλάνουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω λωλάνει είχα λωλάνει θα έχω λωλάνει να έχω λωλάνει
β' ενικ. έχεις λωλάνει είχες λωλάνει θα έχεις λωλάνει να έχεις λωλάνει
γ' ενικ. έχει λωλάνει είχε λωλάνει θα έχει λωλάνει να έχει λωλάνει
α' πληθ. έχουμε λωλάνει είχαμε λωλάνει θα έχουμε λωλάνει να έχουμε λωλάνει
β' πληθ. έχετε λωλάνει είχατε λωλάνει θα έχετε λωλάνει να έχετε λωλάνει
γ' πληθ. έχουν λωλάνει είχαν λωλάνει θα έχουν λωλάνει να έχουν λωλάνει



Μεταφράσεις
λωλαίνω

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License