λιβελογράφημα
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λιβελογράφημα | τα | λιβελογραφήματα |
γενική | του | λιβελογραφήματος | των | λιβελογραφημάτων |
αιτιατική | το | λιβελογράφημα | τα | λιβελογραφήματα |
κλητική | λιβελογράφημα | λιβελογραφήματα | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
λιβελογράφημα < λιβελογραφώ + -μα < λίβελος < ελληνιστική κοινή λίβελλος < λατινική libellus, υποκοριστικό του liber < Παλαιά Λατινική loeber < πρωτοϊταλικά *louðEros’’ < *h₁léwdʰeros < *h₁lewdʰ- (άνθρωποι)
Ουσιαστικό
λιβελογράφημα ουδέτερο
το αποτέλεσμα του λιβελογραφώ, ακραία επιθετικό κείμενο, λίβελος
Μεταφράσεις
λιβελογράφημα
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License