λιτότητα
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λιτότητα | οι | λιτότητες |
γενική | της | λιτότητας | των | λιτοτήτων |
αιτιατική | τη | λιτότητα | τις | λιτότητες |
κλητική | λιτότητα | λιτότητες | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
λιτότητα < αρχαία ελληνική λιτότης < λιτός
Ουσιαστικό
λιτότητα θηλυκό
η ιδιότητα του λιτού, το να αρκείται κανείς σε λίγα
οι Λακεδαιμόνιοι ήταν γνωστοί για τη λιτότητα της ζωής τους
ο περιορισμός των εξόδων
προϋπολογισμό λιτότητας καταρτίζει η νέα κυβέρνηση
η ιδιότητα του λιτού, η απλότητα
το κείμενο χαρακτηρίζει η λιτότητα των εκφραστικών μέσων
(λογοτεχνία) σχήμα λόγου, με το οποίο, αντί να δηλωθεί η έντονη κατάφαση, εκφράζεται η αντίθετή της άρνηση
Με το σχήμα λιτότητας λέμε «Δεν είναι πολύ γενναίος», αντί να πούμε «είναι δειλός»
Μεταφράσεις
λιτότητα
αγγλικά : austerity (en)
γερμανικά : Austerität (de)
πορτογαλικά : austeridade (pt)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License