λιθοστρώνω
Ελληνικά
Ετυμολογία
λιθοστρώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
λιθοστρώνω
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λιθοστρώνω | λιθόστρωνα | θα λιθοστρώνω | να λιθοστρώνω | λιθοστρώνοντας | |
β' ενικ. | λιθοστρώνεις | λιθόστρωνες | θα λιθοστρώνεις | να λιθοστρώνεις | λιθόστρωνε | |
γ' ενικ. | λιθοστρώνει | λιθόστρωνε | θα λιθοστρώνει | να λιθοστρώνει | ||
α' πληθ. | λιθοστρώνουμε | λιθοστρώναμε | θα λιθοστρώνουμε | να λιθοστρώνουμε | ||
β' πληθ. | λιθοστρώνετε | λιθοστρώνατε | θα λιθοστρώνετε | να λιθοστρώνετε | λιθοστρώνετε | |
γ' πληθ. | λιθοστρώνουν(ε) | λιθόστρωναν λιθοστρώναν(ε) |
θα λιθοστρώνουν(ε) | να λιθοστρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λιθόστρωσα | θα λιθοστρώσω | να λιθοστρώσω | λιθοστρώσει | ||
β' ενικ. | λιθόστρωσες | θα λιθοστρώσεις | να λιθοστρώσεις | λιθόστρωσε | ||
γ' ενικ. | λιθόστρωσε | θα λιθοστρώσει | να λιθοστρώσει | |||
α' πληθ. | λιθοστρώσαμε | θα λιθοστρώσουμε | να λιθοστρώσουμε | |||
β' πληθ. | λιθοστρώσατε | θα λιθοστρώσετε | να λιθοστρώσετε | λιθοστρώστε | ||
γ' πληθ. | λιθόστρωσαν λιθοστρώσαν(ε) |
θα λιθοστρώσουν(ε) | να λιθοστρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λιθοστρώσει | είχα λιθοστρώσει | θα έχω λιθοστρώσει | να έχω λιθοστρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις λιθοστρώσει | είχες λιθοστρώσει | θα έχεις λιθοστρώσει | να έχεις λιθοστρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει λιθοστρώσει | είχε λιθοστρώσει | θα έχει λιθοστρώσει | να έχει λιθοστρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λιθοστρώσει | είχαμε λιθοστρώσει | θα έχουμε λιθοστρώσει | να έχουμε λιθοστρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε λιθοστρώσει | είχατε λιθοστρώσει | θα έχετε λιθοστρώσει | να έχετε λιθοστρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λιθοστρώσει | είχαν λιθοστρώσει | θα έχουν λιθοστρώσει | να έχουν λιθοστρώσει |
|
Μεταφράσεις
λιθοστρώνω
αγγλικά : pave (en), cobble (en)
γαλλικά : paver (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License