ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


λιώνω

Ελληνικά

Ετυμολογία

λιώνω < μεσαιωνική ελληνική λιώνω < αρχαία ελληνική λειόω / λειῶ (κάνω λείο) < λεῖος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈʎɔ.nɔ/

Ρήμα

λιώνω

  1. (μεταβατικό) μετατρέπω ένα στερεό σώμα σε υγρό
    ≈ συνώνυμα: τήκω
  2. (μεταβατικό) μετατρέπω ένα στερεό σώμα σε πολτό
    ≈ συνώνυμα: πολτοποιώ
  3. (μεταβατικό) (μεταφορικά) εξουθενώνω έναν αντίπαλο
    Θα σε λιώσω
    ≈ συνώνυμα: εκμηδενίζω, συνθλίβω
  4. (αμετάβατο) μετατρέπομαι σε υγρό, όντας στερεό
    τα χιόνια έλιωσαν με την πρώτη βροχή
  5. (αμετάβατο) φθείρομαι
    έλιωσαν πια αυτά τα ρούχα· μην τα φοράς άλλο!
    ≈ συνώνυμα: παλιώνω, χαλνώ
  6. (αμετάβατο) (σχήμα υπερβολής) εξαντλούμαι
    ≈ συνώνυμα: κουράζομαι
    το παιδί έλιωσε στο διάβασμα
    ≈ συνώνυμα: διαλύομαι
  7. (αμετάβατο) (μεταφορικά) δοκιμάζομαι από έντονα συναισθήματα
    είναι πολύ ερωτευμένη· τον κοιτάει και λιώνει

Άλλες μορφές

λειώνω

Εκφράσεις

λιώνω κάποιον στο ξύλο: δέρνω άγρια
λιώνω σαν το κερί: λεπταίνω

Συγγενικές λέξεις

λιωμένος
λιώμα
λιώσιμο

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. λιώνω έλιωνα θα λιώνω να λιώνω λιώνοντας
β' ενικ. λιώνεις έλιωνες θα λιώνεις να λιώνεις λιώνε
γ' ενικ. λιώνει έλιωνε θα λιώνει να λιώνει
α' πληθ. λιώνουμε λιώναμε θα λιώνουμε να λιώνουμε
β' πληθ. λιώνετε λιώνατε θα λιώνετε να λιώνετε λιώνετε
γ' πληθ. λιώνουν(ε) έλιωναν
λιώναν(ε)
θα λιώνουν(ε) να λιώνουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. έλιωσα θα λιώσω να λιώσω λιώσει
β' ενικ. έλιωσες θα λιώσεις να λιώσεις λιώσε
γ' ενικ. έλιωσε θα λιώσει να λιώσει
α' πληθ. λιώσαμε θα λιώσουμε να λιώσουμε
β' πληθ. λιώσατε θα λιώσετε να λιώσετε λιώστε
γ' πληθ. έλιωσαν
λιώσαν(ε)
θα λιώσουν(ε) να λιώσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω λιώσει είχα λιώσει θα έχω λιώσει να έχω λιώσει
β' ενικ. έχεις λιώσει είχες λιώσει θα έχεις λιώσει να έχεις λιώσει
γ' ενικ. έχει λιώσει είχε λιώσει θα έχει λιώσει να έχει λιώσει
α' πληθ. έχουμε λιώσει είχαμε λιώσει θα έχουμε λιώσει να έχουμε λιώσει
β' πληθ. έχετε λιώσει είχατε λιώσει θα έχετε λιώσει να έχετε λιώσει
γ' πληθ. έχουν λιώσει είχαν λιώσει θα έχουν λιώσει να έχουν λιώσει



Μεταφράσεις
λιώνω

αγγλικά : melt (en), dissolve (en), wear out (en), έντομο με μυγοσκοτώστρα: swat (en)
γαλλικά : fondre (fr)
γερμανικά : schmelzen (de)
ισπανικά : derretir (es)
ιταλικά : sciogliere (it)
κινεζικά : 融化 (zh)
νορβηγικά : smelte (no)
ολλανδικά : smelten (nl)
ουγγρικά : olvad (hu)
ουκρανικά : танути (uk), розтоплюватися (uk)
πορτογαλικά : fundir (pt)
ρωσικά : таять (ru) (tájat'), плавиться (ru) (plávitsa)
τελούγκου : కరిగించు (te) (karigimchu)
φινλανδικά : sulaa (fi)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License