ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



λιοκόκκι

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιοκόκκι τα λιοκόκκια
      γενική του λιοκοκκίου των λιοκοκκίων
    αιτιατική το λιοκόκκι τα λιοκόκκια
     κλητική λιοκόκκι λιοκόκκια
Παράρτημ

Ετυμολογία

λιοκόκκι < ελιά + κόκκος

Ουσιαστικό

λιοκόκκι ουδέτερο (συχνά στον πληθυντικό: τα λιοκκόκια)

(ιδιωματικό) συμπαγής πολτός των πυρήνων των ελιών, υπόλειμμα μετά τη σύνθλιψη του ελαιοκάρπου στο ελαιοτριβείο

Άλλες μορφές

ληοκόκκι, λιοκόκι

Συνώνυμα

ελαιοπυρήνας
ελαιοκόκκια
σβεντίνα

Μεταφράσεις
λιοκόκκι

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License