λιόγερμα
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λιόγερμα | τα | λιογέρματα |
γενική | του | λιογέρματος | των | λιογερμάτων |
αιτιατική | το | λιόγερμα | τα | λιογέρματα |
κλητική | λιόγερμα | λιογέρματα | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
λιόγερμα < λιο- (< ηλιο-) + γέρμα (< γέρνω)
Ουσιαστικό
λιόγερμα ουδέτερο
η δύση του ήλιου
Συνώνυμα
ηλιοβασίλεμα
Μεταφράσεις
λιόγερμα
→ δείτε τη λέξη ηλιοβασίλεμα
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License