λιντσάρω
Ελληνικά
Ετυμολογία
λιντσάρω < αγγλική lynch < Lynch law (νόμος του Λιντς) < William Lynch (Ουίλιαμ Λιντς) ή Charles Lynch (Τσαρλς Λιντς)
Ρήμα
λιντσάρω (παθητική φωνή: λιντσάρομαι)
(σπάνιο) σκοτώνω χωρίς δίκη
≈ συνώνυμα: αυτοδικώ
(για ομάδα ανθρώπων) επιτίθεμαι με σκοπό την, χωρίς μέτρο, κακοποίηση κάποιου ακόμα και μέχρι θανάτου
Άλλες μορφές
λυντσάρω
Συγγενικές λέξεις
λιντσάρισμα / λυντσάρισμα
λιντσαρισμένος / λυντσαρισμένος
Μεταφράσεις
λιντσάρω
αγγλικά : lynch (en)
γαλλικά : lyncher (fr)
εσπεράντο : linĉi (eo)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License