λιμοκτονία
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λιμοκτονία | οι | λιμοκτονίες |
γενική | της | λιμοκτονίας | των | λιμοκτονιών |
αιτιατική | τη | λιμοκτονία | τις | λιμοκτονίες |
κλητική | λιμοκτονία | λιμοκτονίες | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
λιμοκτονία < λιμός + -κτονία (< κτείνω)
Ουσιαστικό
λιμοκτονία θηλυκό
το να πεθαίνει κάποιος από την πείνα· αναφέρεται σε άτομα ή σε πληθυσμούς
Συγγενικές λέξεις
λιμοκτονώ
Μεταφράσεις
λιμοκτονία
αγγλικά : starvation (en)
γαλλικά : famine (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License