λιμνόβιος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | λιμνόβιος | λιμνόβια | λιμνόβιο |
γενική | λιμνόβιου | λιμνόβιας | λιμνόβιου |
αιτιατική | λιμνόβιο | λιμνόβια | λιμνόβιο |
κλητική | λιμνόβιε | λιμνόβια | λιμνόβιο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | λιμνόβιοι | λιμνόβιες | λιμνόβια |
γενική | λιμνόβιων | λιμνόβιων | λιμνόβιων |
αιτιατική | λιμνόβιους | λιμνόβιες | λιμνόβια |
κλητική | λιμνόβιοι | λιμνόβιες | λιμνόβια |
Ετυμολογία
λιμνόβιος < ελληνιστική κοινή λιμνόβιος < αρχαία ελληνική λίμνη + βίος
Επίθετο
λιμνόβιος, -α, -ο
που ζει στα νερά μιας λίμνης ή κοντά σε λίμνη
Συγγενικές λέξεις
→ δείτε τις λέξεις λίμνη και βίος
Δείτε επίσης
αρχαία ελληνική χερσόβιος
Μεταφράσεις
λιμνόβιος
αγγλικά : lacustrine (en) (επιστ.), lake (en) (lake fish = λιμνόβιο ψάρι)
γαλλικά : lacustre (fr)
γερμανικά : lakustrisch (de), limnisch (de)
ισπανικά : lacustre (es)
ιταλικά : lacustre (it)
ρωσικά : Озёрный (ru)
σουηδικά : limnisk (sv)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License