λιλιπούτειος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | λιλιπούτειος | λιλιπούτεια | λιλιπούτειο |
γενική | λιλιπούτειου
(λιλιπουτείου) |
λιλιπούτειας
(λιλιπουτείας) |
λιλιπούτειου
(λιλιπουτείου) |
αιτιατική | λιλιπούτειο | λιλιπούτεια | λιλιπούτειο |
κλητική | λιλιπούτειε | λιλιπούτεια | λιλιπούτειο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | λιλιπούτειοι | λιλιπούτειες | λιλιπούτεια |
γενική | λιλιπούτειων
(λιλιπουτείων) |
λιλιπούτειων
(λιλιπουτείων) |
λιλιπούτειων
(λιλιπουτείων) |
αιτιατική | λιλιπούτειους | λιλιπούτειες | λιλιπούτεια |
κλητική | λιλιπούτειοι | λιλιπούτειες | λιλιπούτεια |
Ετυμολογία
λιλιπούτειος < αγγλική lilliputian
Επίθετο
λιλιπούτειος, -α, -ο
πολύ μικρός σε διαστάσεις, μικρόσωμος
Μεταφράσεις
λιλιπούτειος
αγγλικά : lilliputian (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License