λίκνο
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λίκνο | τα | λίκνα |
γενική | του | λίκνου | των | λίκνων |
αιτιατική | το | λίκνο | τα | λίκνα |
κλητική | λίκνο | λίκνα | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
λίκνο < αρχαία ελληνική λίκνον
Ουσιαστικό
λίκνο ουδέτερο
η κούνια (το παιδικό κρεβατάκι)
(μεταφορικά) ο τόπος όπου δημιουργήθηκε κάτι σπουδαίο
το λίκνο του πολιτισμού
Συγγενικές λέξεις
λικνίζω
λίκνισμα
Μεταφράσεις
λίκνο
αγγλικά : cradle (en)
γαλλικά : berceau (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License