λικνίζω
Ελληνικά
Ετυμολογία
λικνίζω, λόγια λέξη για να περιγραφεί μία κίνηση παρόμοια με αυτήν της κούνιας του μωρού < ελληνιστική κοινή λικνίζω (λιχνίζω) < αρχαία ελληνική λίκνον
Ρήμα
λικνίζω
κουνάω ελαφρά κάτι πέρα δώθε
Ανέβηκε στην πίστα και άρχισε να λικνίζει ρυθμικά το κορμί της.
(μεταφορικά)
να μου λικνίζεις την αιώνια θλίψη μου, καράβι (Κ. καρυωτάκης, Τελευταίο ταξίδι)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λικνίζω | λίκνιζα | θα λικνίζω | να λικνίζω | λικνίζοντας | |
β' ενικ. | λικνίζεις | λίκνιζες | θα λικνίζεις | να λικνίζεις | λίκνιζε | |
γ' ενικ. | λικνίζει | λίκνιζε | θα λικνίζει | να λικνίζει | ||
α' πληθ. | λικνίζουμε | λικνίζαμε | θα λικνίζουμε | να λικνίζουμε | ||
β' πληθ. | λικνίζετε | λικνίζατε | θα λικνίζετε | να λικνίζετε | λικνίζετε | |
γ' πληθ. | λικνίζουν(ε) | λίκνιζαν λικνίζαν(ε) |
θα λικνίζουν(ε) | να λικνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λίκνισα | θα λικνίσω | να λικνίσω | λικνίσει | ||
β' ενικ. | λίκνισες | θα λικνίσεις | να λικνίσεις | λίκνισε | ||
γ' ενικ. | λίκνισε | θα λικνίσει | να λικνίσει | |||
α' πληθ. | λικνίσαμε | θα λικνίσουμε | να λικνίσουμε | |||
β' πληθ. | λικνίσατε | θα λικνίσετε | να λικνίσετε | λικνίστε | ||
γ' πληθ. | λίκνισαν λικνίσαν(ε) |
θα λικνίσουν(ε) | να λικνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λικνίσει | είχα λικνίσει | θα έχω λικνίσει | να έχω λικνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις λικνίσει | είχες λικνίσει | θα έχεις λικνίσει | να έχεις λικνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει λικνίσει | είχε λικνίσει | θα έχει λικνίσει | να έχει λικνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λικνίσει | είχαμε λικνίσει | θα έχουμε λικνίσει | να έχουμε λικνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε λικνίσει | είχατε λικνίσει | θα έχετε λικνίσει | να έχετε λικνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λικνίσει | είχαν λικνίσει | θα έχουν λικνίσει | να έχουν λικνίσει |
|
Μεταφράσεις
λικνίζω
αγγλικά : rock (en)
γαλλικά : bercer (fr), balancer (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License