λιγοστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)
Ετυμολογία
λιγοστός < ελληνιστική κοινή ὀλιγοστός
Επίθετο
λιγοστός, -ή, -ό
μικρός σε αριθμό, ποσότητα, λίγος
η φωτιά έκαψε και τα λιγοστά δέντρα που είχαν απομείνει στο δάσος
Μεταφράσεις
λιγοστός
γαλλικά : très (fr)peu (fr), faible (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License