λιγοψυχώ
Ελληνικά
Ετυμολογία
λιγοψυχώ < αρχαία ελληνική ὀλιγοψυχέω
Ρήμα
λιγοψυχώ
δεν δείχνω αρκετή "ψυχή" (θάρρος) σε μια συγκεκριμένη στιγμή
Συνώνυμα
δειλιάζω
λιποψυχώ
Συγγενικές λέξεις
λιγοψυχία
λιγόψυχος
→ δείτε τις λέξεις λίγος και ψυχή
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λιγοψυχώ | λιγοψυχούσα | θα λιγοψυχώ | να λιγοψυχώ | λιγοψυχώντας | |
β' ενικ. | λιγοψυχείς | λιγοψυχούσες | θα λιγοψυχείς | να λιγοψυχείς | (λιγοψύχει) | |
γ' ενικ. | λιγοψυχεί | λιγοψυχούσε | θα λιγοψυχεί | να λιγοψυχεί | ||
α' πληθ. | λιγοψυχούμε | λιγοψυχούσαμε | θα λιγοψυχούμε | να λιγοψυχούμε | ||
β' πληθ. | λιγοψυχείτε | λιγοψυχούσατε | θα λιγοψυχείτε | να λιγοψυχείτε | λιγοψυχείτε | |
γ' πληθ. | λιγοψυχούν(ε) | λιγοψυχούσαν(ε) | θα λιγοψυχούν(ε) | να λιγοψυχούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λιγοψύχησα | θα λιγοψυχήσω | να λιγοψυχήσω | λιγοψυχήσει | ||
β' ενικ. | λιγοψύχησες | θα λιγοψυχήσεις | να λιγοψυχήσεις | λιγοψύχησε | ||
γ' ενικ. | λιγοψύχησε | θα λιγοψυχήσει | να λιγοψυχήσει | |||
α' πληθ. | λιγοψυχήσαμε | θα λιγοψυχήσουμε | να λιγοψυχήσουμε | |||
β' πληθ. | λιγοψυχήσατε | θα λιγοψυχήσετε | να λιγοψυχήσετε | λιγοψυχήστε | ||
γ' πληθ. | λιγοψύχησαν λιγοψυχήσαν(ε) |
θα λιγοψυχήσουν(ε) | να λιγοψυχήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λιγοψυχήσει | είχα λιγοψυχήσει | θα έχω λιγοψυχήσει | να έχω λιγοψυχήσει | ||
β' ενικ. | έχεις λιγοψυχήσει | είχες λιγοψυχήσει | θα έχεις λιγοψυχήσει | να έχεις λιγοψυχήσει | ||
γ' ενικ. | έχει λιγοψυχήσει | είχε λιγοψυχήσει | θα έχει λιγοψυχήσει | να έχει λιγοψυχήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λιγοψυχήσει | είχαμε λιγοψυχήσει | θα έχουμε λιγοψυχήσει | να έχουμε λιγοψυχήσει | ||
β' πληθ. | έχετε λιγοψυχήσει | είχατε λιγοψυχήσει | θα έχετε λιγοψυχήσει | να έχετε λιγοψυχήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λιγοψυχήσει | είχαν λιγοψυχήσει | θα έχουν λιγοψυχήσει | να έχουν λιγοψυχήσει |
|
Μεταφράσεις
λιγοψυχώ
→ δείτε τη λέξη λιποψυχώ
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License