λιγομίλητος
Ελληνικά (el)
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | λιγομίλητος | λιγομίλητη | λιγομίλητο |
γενική | λιγομίλητου | λιγομίλητης | λιγομίλητου |
αιτιατική | λιγομίλητο | λιγομίλητη | λιγομίλητο |
κλητική | λιγομίλητε | λιγομίλητη | λιγομίλητο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | λιγομίλητοι | λιγομίλητες | λιγομίλητα |
γενική | λιγομίλητων | λιγομίλητων | λιγομίλητων |
αιτιατική | λιγομίλητους | λιγομίλητες | λιγομίλητα |
κλητική | λιγομίλητοι | λιγομίλητες | λιγομίλητα |
Ετυμολογία
λιγομίλητος < λιγο- + μιλάω
Προφορά
ΔΦΑ : /li.ɣɔ.ˈmi.li.tɔs/ αρσενικό
ΔΦΑ : /li.ɣɔ.ˈmi.li.ti/ θηλυκό
ΔΦΑ : /li.ɣɔ.ˈmi.li.tɔ/ ουδέτερο
Επίθετο
λιγομίλητος
που μιλάει λίγο, που δε λέει πολλά
είναι πάντα λιγομίλητη και για αυτό την παρεξηγούν
Αντώνυμα
πολυλογάς
φλύαρος
Μεταφράσεις
λιγομίλητος
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License