λιχνίζω
Ελληνικά
Ετυμολογία
λιχνίζω < μεσαιωνική ελληνική λιχνίζω < ελληνιστική κοινή λικνίζω / λικμίζω < αρχαία ελληνική λικμάω / λικμῶ < λικμός
Προφορά
ΔΦΑ : /li.ˈxni.zɔ/
Ρήμα
λιχνίζω (παθητική φωνή: λιχνίζομαι)
διαχωρίζω με λιχνιστήρι το στάρι απ’ το άχυρο
Άλλες μορφές
λικμίζω
Συγγενικές λέξεις
αλίχνιστα
αλίχνιστος
απολιχνίδι
απολιχνίζω
λίχνισμα
λιχνιστήρι
λιχνιστής
Δείτε επίσης
αλώνισμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λιχνίζω | λίχνιζα | θα λιχνίζω | να λιχνίζω | λιχνίζοντας | |
β' ενικ. | λιχνίζεις | λίχνιζες | θα λιχνίζεις | να λιχνίζεις | λίχνιζε | |
γ' ενικ. | λιχνίζει | λίχνιζε | θα λιχνίζει | να λιχνίζει | ||
α' πληθ. | λιχνίζουμε | λιχνίζαμε | θα λιχνίζουμε | να λιχνίζουμε | ||
β' πληθ. | λιχνίζετε | λιχνίζατε | θα λιχνίζετε | να λιχνίζετε | λιχνίζετε | |
γ' πληθ. | λιχνίζουν(ε) | λίχνιζαν λιχνίζαν(ε) |
θα λιχνίζουν(ε) | να λιχνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λίχνισα | θα λιχνίσω | να λιχνίσω | λιχνίσει | ||
β' ενικ. | λίχνισες | θα λιχνίσεις | να λιχνίσεις | λίχνισε | ||
γ' ενικ. | λίχνισε | θα λιχνίσει | να λιχνίσει | |||
α' πληθ. | λιχνίσαμε | θα λιχνίσουμε | να λιχνίσουμε | |||
β' πληθ. | λιχνίσατε | θα λιχνίσετε | να λιχνίσετε | λιχνίστε | ||
γ' πληθ. | λίχνισαν λιχνίσαν(ε) |
θα λιχνίσουν(ε) | να λιχνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λιχνίσει | είχα λιχνίσει | θα έχω λιχνίσει | να έχω λιχνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις λιχνίσει | είχες λιχνίσει | θα έχεις λιχνίσει | να έχεις λιχνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει λιχνίσει | είχε λιχνίσει | θα έχει λιχνίσει | να έχει λιχνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λιχνίσει | είχαμε λιχνίσει | θα έχουμε λιχνίσει | να έχουμε λιχνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε λιχνίσει | είχατε λιχνίσει | θα έχετε λιχνίσει | να έχετε λιχνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λιχνίσει | είχαν λιχνίσει | θα έχουν λιχνίσει | να έχουν λιχνίσει |
|
Μεταφράσεις
λιχνίζω
αγγλικά : winnow (en), fan (en)
γαλλικά : vanner (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License