λεξικό
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λεξικό | τα | λεξικά |
γενική | του | λεξικού | των | λεξικών |
αιτιατική | το | λεξικό | τα | λεξικά |
κλητική | λεξικό | λεξικά | ||
Παράρτημα |
ένα έντυπο λεξικό
Ετυμολογία
λεξικό < ελληνιστική κοινή λεξικόν (εννοείται βιβλίον), ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου: λεξικός < αρχαία ελληνική λέξις < λέγω (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική dictionnaire[1]
Προφορά
ΔΦΑ : /lɛ.ksi.ˈkɔ/
Ουσιαστικό
λεξικό ουδέτερο
(λεξικογραφία) έργο (βιβλίο, ψηφιακό αρχείο ή/και ιστότοπος) που συστηματικά συγκεντρώνει και ταξινομεί λέξεις σε αλφαβητική ή άλλη σειρά, παρέχοντας και ποικίλες πληροφορίες (γραμματικές, συντακτικές, ερμηνευτικές, ετυμολογικές κ.λπ.)
το βιβλίο που συστηματικά συγκεντρώνει και αναπτύσσει συνοπτικά τους όρους ενός επιστημονικού κλάδου
(γλωσσολογία) το σύνολο των λέξεων που μπορεί να χρησιμοποιεί για επικοινωνία μια γλωσσική κοινότητα (σε αντιδιαστολή προς το λεξιλόγιο ενός ατόμου)
(πληροφορική), (δομή δεδομένων) βλ. συνώνυμο πίνακας συσχετισμών
Συγγενικές λέξεις
λεξικο- & Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λεξικο- στο Βικιλεξικό
λεξικογράφηση
λεξικογραφία
λεξικογραφώ
λεξικογράφος
Μεταφράσεις
λεξικό
αγγλικά : dictionary (en), lexicon (en)
αζεριανά : lüğət (az)
αϊμάρα : aru (ay) pirwa (ay)
αϊτινά : diksyonè
αλβανικά : fjalor (sq)
αραβικά : قاموس (ar) (qāmws)
αραγονικά : dizionario (an)
αρμενικά : բառարան (hy)
αστουριανά : diccionariu (ast)
αφρικάανς : woordeboek (af)
βαλονικά : diccionaire (wa)
βασκικά : hiztegi (eu)
βιετναμικά : từ điển (vi), tự điển (vi)
βοσνιακά : rječnik (bs)
βόρεια λαπωνικά : sátnegirji
βρετονικά : geriadur (br)
βουλγαρικά : речник (bg) (rečnik)
σκοτικά γαελικά : faclair (gd)
γαλικιανά : dicionario (gl) (και diccionario (gl))
γαλλικά : dictionnaire (fr)
γερμανικά : Wörterbuch (de)
γεωργιανά : ლექსიკონი (ka)
γκουαρανί : ñe’ẽndy (gn)
γκουτζαράτι : શબ્દ-કોષ (gu)
δανικά : ordbog (da)
εβραϊκά : מילון (he) (milon)
εβραιοϊσπανικά : vokabulario
εσπεράντο : vortaro (eo)
εσθονικά : sõnaraamat (et)
θιβετιανά : ཚིག་མཛོད་ (ṣĩ.ẓɵ, /ʦĩ.ʣø/)
ιαπωνικά : 辞書 (ja) (jisho) (じしょ), 辞典 (ja) (jiten) (じてん)
ινδονησιακά : kamus (id)
ιντερλίνγκουα : dictionario (ia)
ίντο : vortaro (io)
ισλανδικά : orðabók (is)
ισπανικά : diccionario (es), vocabulario (es), léxico (es)
ιταλικά : dizionario (it)
καταλανικά : diccionari (ca)
κέτσουα : rimayqillqa (qu)
κινεζικά : 字典 (zh), 词典 (zh)
κορεατικά : 사전 (ko) (sajzon)
κορνουαλικά : gérlyver (kw)
κορσικανικά : dizziunariu (co)
κροατικά : rječnik (hr)
κουρδικά : ferheng (ku), khebernivis (ku), loghet (ku)
λατινικά : dictionarium (la)
λετονικά : vārdnīca (lv)
λιθουανικά : žodynas (lt)
λινγκάλα : bagó (ln)
μαλαϊκά : kamus (ms)
μαλγασικά : diksionera (mg)
μαλτέζικα : dizzjunarju (mt)
μανξ : focklioar (gv)
μαράθι : शब्दकोष (mr)
μπαμπάρα : daɳɛkorofogafɛ, kumadengafɛ
ναπολιτάνικα : calepino
νορβηγικά : ordbok (no)
ολλανδικά : woordenboek (nl), dictionaire (nl)
οξιτανικά : diccionari (oc)
ουαλικά : geiriadur (cy)
ουγγρικά : szótár (hu)
ουκρανικά : словник (uk) (slovnik)
ούρντου : قاموس (ur)
παντζάμπι : ਸ਼ਬਦਾ (pa) ਕੋਸ਼ (pa)
παπιαμέντο : dikshonario
περσικά : لغتنامه (fa)
πιεμοντέζικα : dissionari
πολωνικά : słownik (pl)
πορτογαλικά : dicionário (pt)
προβηγκιανά : diccionari
ραιτορομανικά : dicziunari; pledari
ρουμανικά : dicționar (ro)
ρωσικά : словарь (ru) (slovarʹ)
σαμοανικά : lolomi (sm) fefiloi (sm)
σανσκριτικά : शब्दसंग्रहः (sa)
σαρδηνιακά : dizionariu
σερβικά : речник (sr) (rečnik)
σικελικά : dizzionariu (scn) (aussi dizziunariu (scn))
σλοβακικά : slovník (sk)
σλοβενικά : slovar (sl)
σομαλικά : qaamuus (so)
σορβικά : słownik
σότο (βόρεια) : pukuntšu
σουάζι : sí-chazamagâma (ss)
σουαχίλι : kamusi (sw)
σουηδικά : ordbok (sv)
ταϊλανδικά : พจนานุกรม (th) (pot-ja-na-nu-krom)
ταταρικά : süzlek (tt)
τσεχικά : slovník (cs)
φεροϊκά : orðbók (fo), orðabók (fo)
φιλιππινέζικα : diksiyunáriyo (tl), talatinígan (tl)
φινλανδικά : sanakirja (fi)
φριζικά : wurdboek (fy)
φριουλανικά : dizionari
χίντι : शब्दकोश (hi) (και शब्दकोष (hi))
Κλιτικός τύπος επιθέτου
λεξικό
λεξικός, στην αιτιατική του ενικού
ουδέτερο του λεξικός, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του ενικού
Αναφορές
λεξικό στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License