ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


λεβέντης

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λεβέντης οι λεβέντες
& λεβέντηδες
      γενική του λεβέντη των
& λεβέντηδων
    αιτιατική τον λεβέντη τους λεβέντες
& λεβέντηδες
     κλητική λεβέντη λεβέντες
& λεβέντηδες
Παράρτημα

Ετυμολογία

λεβέντης < μεσαιωνική ελληνική λεβέντης (πεζοναύτης οθωμανικού στόλου, απείθαρχος νέος) < οθωμανική τουρκική لوند (levend) (πεζοναύτης, νταής, παλικαράς) (δείτε και τουρκική levent) < περσική لوند (lawand)[1][2] γενναίος, παλικάρι/παλληκάρι).
Λιγότερο πιθανή,[3] η σύνδεση αυτής της σημασίας της οθωμανικής λέξης με παλαιά ιταλική leventi (πυροβολητής ναύτης ή κουρσάρος από την Ανατολή) < Levante (Ανατολή). Η σύνδεση με την ιταλική λέξη αφορά τη σημασία: μηχανισμός κυλίνδρου για την υφαντική.
Ούτε πιθανή, η σύνδεση κατά τον Σάθα [4] με τη λατινική levis (milites): ελαφρός (στρατιώτης).

Ουσιαστικό

λεβέντης αρσενικό (θηλυκό λεβέντισσα)

ο άντρας που έχει αρετές όπως θάρρος και ειλικρίνεια και αντιμετωπίζει τις δυσκολίες και τους κινδύνους

≈ συνώνυμα: παλικάρι/παλληκάρι

ψηλός και γεροδεμένος άντρας με όμορφο παρουσιαστικό

Παροιμίες

της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες: (ειρωνικό) οι ριψοκίνδυνοι ενεργούν παρά το όποιο κόστος και την όποια αντίξοη συνέπεια

Συγγενικές λέξεις

λεβεντάκος
λεβεντονιά
λεβεντονιός
λεβεντιά
λεβέντικα
λεβέντικος

Σύνθετα

λεβεντάνθρωπος
λεβεντογέννα
λεβεντόγερος
λεβεντόγρια
λεβεντογυναίκα
λεβεντόκορμος
λεβεντομάνα
λεβεντόπαιδο
λεβεντοπνίχτρα

Μεταφράσεις
λεβέντης

→ δείτε τη λέξη παλικάρι

Αναφορές

levent - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Sevan Nişanyan
λεβέντης στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
«λεβέντης» & εκτενή σχόλια - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Σάθας, Κωνστανίνος. (1885) Έλληνες Στρατιώται εις την Δύσιν, σελ. 24


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία

λεβέντης < οθωμανική τουρκική لوند (levend)[1] < περσική لوند (lawand)[2] γενναίος, παλικάρι/παλληκάρι)

Ουσιαστικό

λεβέντης αρσενικό

(στρατιωτικός όρος) πεζοναύτης του οθωμανικού στόλου
απείθαρχος νεαρός

Συγγενικές λέξεις

λεβεντεύω, λεβεντεύγω
λεβέντικα

Αναφορές

λεβέντης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). greek‑language.gr - η Πύλη για την ελληνική γλώσσα (του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας).
levent - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Sevan Nişanyan

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License