λεβεντιά
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λεβεντιά | οι | λεβεντιές |
γενική | της | λεβεντιάς | των | λεβεντιών |
αιτιατική | τη | λεβεντιά | τις | λεβεντιές |
κλητική | λεβεντιά | λεβεντιές | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
λεβεντιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
λεβεντιά θηλυκό
η ιδιότητα του λεβέντη· μπορεί να αναφέρεται στο παράστημα ή στο χαρακτήρα του
Μεταφράσεις
λεβεντιά
γαλλικά : vaillance (fr), bravoure (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License